γυμνοῦμαι

γυμνοῦμαι
γυμνόω
strip naked
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γυμνώνω — (AM γυμνῶ), όω, Μ και γυμνώνω) [γυμνός] Ι. 1. αφαιρώ το ένδυμα ή τα ενδύματα κάποιου, γδύνω* 2. (για ξίφος) βγάζω από τη θήκη 3. αφαιρώ από κάποιον κάτι, ληστεύω II. μεσ. γυμνώνομαι (AM γυμνοῡμαι) 1. γδύνομαι 2. αποβάλλω κάτι, απαλλάσσομαι από… …   Dictionary of Greek

  • συγγυμνούμαι — όομαι, Α [γυμνοῡμαι / ώνομαι] γυμνώνομαι και εγώ επίσης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”